Tuesday, February 07, 2006

(6)

Περνώντας άπό τό μπάνιο σταμάτησε γιά νά πιή ένα ποτήρι νερό. Μετά τό δεύτερο ποτήρι, άρχισε νά υποπτεύεται πώς είχε πονοκέφαλο. Γιατί είχε πονοκέφαλο; Συμπέρανε πώς πρέπει νά είχε πιή. Κάτι γυάλισε στό καθρεφτάκι. «Κίτρινη», σκέφτηκε, καί σύρθηκε στήν κρεβατοκάμαρα.

Στάθηκε καί σκέφτηκε. Τό πάμπ, σκέφτηκε, Θεέ μου, τό πάμπ. Θυμήθηκε αόριστα ότι ήταν θυμωμένος, θυμωμένος γιά κάτι πού έπρεπε νά είναι σημαντικόν. Μιλούσε γι’αυτό τό πράγμα, μιλούσε αρκετή ώρα φαίνεται: αυτό πού θυμόταν πιό καθαρά ήταν τό απλανές βλέμμα τών ανθρώπων πού τόν άκουγαν. Κάτι πού μόλις είχε μάθει γιά μιά παρακαμπτήριον. Οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει εδώ καί μήνες, μόνο πού κανείς δέν φαινόταν νά τό ξέρει. Θά ξεκαθάριζε τό πράγμα, σκέφτηκε, κανείς δέν ήθελε μιάν παρακαμπτήριο, η πολεοδομία θά υποχωρούσε. Θά ξεκαθάριζε τό πράγμα.