(6)
Στάθηκε καί σκέφτηκε. Τό πάμπ, σκέφτηκε, Θεέ μου, τό πάμπ. Θυμήθηκε αόριστα ότι ήταν θυμωμένος, θυμωμένος γιά κάτι πού έπρεπε νά είναι σημαντικόν. Μιλούσε γι’αυτό τό πράγμα, μιλούσε αρκετή ώρα φαίνεται: αυτό πού θυμόταν πιό καθαρά ήταν τό απλανές βλέμμα τών ανθρώπων πού τόν άκουγαν. Κάτι πού μόλις είχε μάθει γιά μιά παρακαμπτήριον. Οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει εδώ καί μήνες, μόνο πού κανείς δέν φαινόταν νά τό ξέρει. Θά ξεκαθάριζε τό πράγμα, σκέφτηκε, κανείς δέν ήθελε μιάν παρακαμπτήριο, η πολεοδομία θά υποχωρούσε. Θά ξεκαθάριζε τό πράγμα.