Wednesday, January 25, 2006

(4)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

Tό σπίτι ήταν στήν πλαγιά ενός μικρού λόφου στήν άκρη τού χωριού. Ήταν μόνο του καί έβλεπε στά χωράφια καί τούς αγρούς τής εξοχής.Δέν ήταν καί κανένα σπουδαίο σπίτι – ήταν σχεδόν τριάκοντα ετών, κάπως τετράγωνο, κάπως βαρύ, μέ τέσσερα παράθυρα στήν πρόσοψη. Γενικώς οι αναλογίες του δέν ήταν αυτό πού θά μπορούσες νά πής ευχάριστες στό μάτι.

Τό σπίτι ήταν κάτι τό ιδιαίτερο γιά ένα μόνο πρόσωπο, τόν Άρθουρ Ντέντ κι αυτό μόνο καί μόνο γιατί τύχαινε να ζή εκεί. Ζούσε εκεί σχεδόν τρία χρόνια, από τότε πού έφυγε από τό Λονδίνο διότι η ζωή εκεί τόν έκανε νευρικό καί οξύθυμο. Ο Άρθουρ Ντέντ ήταν κι αυτός σχεδόν τριάκοντα ετών, ψηλός, μελαχροινός καί πάντα λιγάκι νευρικός. Αυτό πού τόν ανησυχούσε περισσότερο ήταν τό ότι οι άνθρωποι τόν ρωτούσαν πάντα τί ήταν αυτό πού τόν ανησυχούσε. Εργαζόταν στόν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, καί συνήθιζε νά λέη στούς φίλους του πώς ήταν πολύ πιό ενδιαφέρον απ’ό,τι νόμιζαν. Καί ήταν· - οι περισσότεροι φίλοι του δούλευαν σέ διαφημιστικά γραφεία.

Τήν Τετάρτη τό βράδυ είχε βρέξει πολύ, ο δρόμος ήταν υγρός καί λασπωμένος, αλλά τό πρωί τής Πέμπτης ο ουρανός ήταν καθαρός καί ο ήλιος έλαμπε στό σπίτι τού Άρθουρ Ντέντ γιά τελευταία φορά.

Ο Άρθουρ δέν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα πώς η πολεοδομία ήθελε νά ρίξη τό σπίτι του γιά νά φτιάξη μιά παρακαμπτήριο αρτηρία.

Στίς οκτώ ακριβώς τό πρωί τής Πέμπτης, ο Άρθουρ δέν αισθανόταν καί πολύ καλά. Ξύπνησε τσιμπλιασμένος, σηκώθηκε, έκανε ένα γύρο στό δωμάτιο μισοκοιμισμένος, άνοιξε ένα παράθυρο, είδε μιά μπουλντόζα, βρήκε τίς παντόφλες του καί σύρθηκε στό μπάνιο γιά νά πλυθή.

Οδοντόβουρτσα στήν βούρτσα. Τρίψιμο.

Τό καθρεφτάκι γιά τό ξύρισμα έδειχνε τό ταβάνι. Τό διόρθωσε. Γιά μιά στιγμή έδειξε μιά δεύτερη μπουλντόζα από τό παράθυρο τού μπάνιου. Στήν σωστή του θέση έδειχνε τά γένεια τού Άρθουρ Ντέντ. Ξυρίστηκε, πλύθηκε, σκουπίστηκε, καί σύρθηκε στήν κουζίνα γιά νά βάλη κάτι ευχάριστο στό στόμα του.